- ἐλαχιστότης
- ἐλᾰχιστ-ότης, ητος, ἡ,=A exiguitas, Gloss.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἐλαχιστότητα — ἐλαχιστότης exiguitas fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλαχιστότητι — ἐλαχιστότης exiguitas fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)